- προορνιθίαι
- οἱ, Α(ενν. ἄνεμοι) βόρειοι άνεμοι που επικρατούν πριν από τον εαρινό ερχομό τών αποδημητικών πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὀρνιθίας «βόρειος άνεμος που πνέει την άνοιξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προορνιθίαι — that prevail before the springbirds arrive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)